πλεοναστός

πλεοναστός
-ή, -όν, Α [πλεονάζω]
υπερπληθής, πολυάριθμος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πλεοναστόν — πλεοναστός numerous masc acc sg πλεοναστός numerous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλεόναστο — το, Ν (ορυκτ.) αργιλικό ορυκτό τού μαγνησίου, τού μαγγανίου και τού σιδήρου το οποίο αποτελεί σιδηρούχα ποικιλία τού σπινελλίου, αλλ. κεϋλονίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pleonaste (< πλεοναστός < πλεονάζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”